ναρκαλιεία

ναρκαλιεία
η [ναρκαλιεύω]
η επιχείρηση περισυλλογής και εξουδετέρωσης ναρκών για την πλήρη εκκαθάριση θαλάσσιου ναρκοπεδίου ή για τη δημιουργία ενός διάπλου ασφαλείας προκειμένου να περάσουν μέσα από αυτόν χωρίς κίνδυνο τα πλοία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ναρκαλιευτικός — ή, ό [ναρκαλιεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναρκαλιεία 2. το ουδ. ως ουσ. το ναρκαλιευτικό ναυτ. κατηγορία πολεμικών ή βοηθητικών πλοίων τού στόλου ειδικά κατασκευασμένων για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων ναρκαλιείας …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • ναρκαλλιευτικό — Τύπος πολεμικού ή βοηθητικού σκάφους, ειδικά κατασκευασμένου για επιχειρήσεις περισυλλογής και εξουδετέρωσης νακρών. Στις αρχές του A’ Παγκοσμίου πόλεμου χρησιμοποιήθηκαν, για τον σκοπό αυτό, αλιευτικά ανοιχτής θάλασσας. Στις επιχειρήσεις όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”